Πέθανε ο «πρίγκιπας» του Muck: Ο άνθρωπος που κράτησε «ζωντανό» ένα μικροσκοπικό νησί στη Σκωτία

 

Το Muck είναι ένα μικροσκοπικό κομμάτι γης, ανοιχτά των δυτικών ακτών της Σκωτίας. Όμως, χάρη στον Λόρενς ΜακΓιούεν αυτό το μέρος έμεινε «ζωντανό», παρά τις πολλές δυσκολίες και τους ελάχιστους κατοίκους.

Με μήκος μικρότερο του ενός μιλίου και πλάτος 2,5 μίλια, το Muck είναι το μικρότερο από τα Small Isles. Η οικογένεια ΜακΓιούεν το αγόρασε το 1896 και είχε μια αξιοπρεπή διαβίωση σε αυτό, καθώς το βαθύ ηφαιστειακό έδαφος του μπορούσε να προσφέρει εκλεκτό σανό, καλαμπόκι και λαχανικά, ενώ ήταν κατάλληλο και για βοσκή.

Αλλά παράλληλα έμενε πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο λόγω του καιρού, μερικές φορές αποκομμένο εντελώς από τις φθινοπωρινές καταιγίδες. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν εκδιωχθεί τον 19ο αιώνα, ή είχαν μετακομίσει σε άλλα μέρη. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και η οικογένεια ΜακΓιούεν αναρωτιόταν αν έπρεπε να μείνει ή όχι.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Λόρενς, ο Άλεσντερ- που είναι ο ιδιοκτήτης πλέον- ετοιμαζόταν να φύγει στην ηπειρωτική χώρα και να επιστρέφει στο Muck μόνο για το καλοκαίρι. Όμως, ο Λόρενς ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να φύγει, καθώς είχε τις ρίζες του εκεί. Εκεί έμεινε μέχρι τις 16 Μαΐου, όταν έφυγε από τη ζωή στα 80 του χρόνια.

Ο Λόρενς ΜακΓιούεν στα 27 του ανέλαβε το Muck και για τα επόμενα 50 χρόνια ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε για το μέλλον του νησιού. Του άρεσε η πρόκληση. Στο Muck, αυτές έρχονταν από παντού. Τους ισχυρούς ανέμους, τη θάλασσα που έπνιξε αρκετούς από τους λιγοστούς ψαράδες του νησιού, το γεγονός ότι πρόβατα και βοοειδή μεταφέρονταν με ξύλινη βάρκα σε αγορές. Σε πολλά σχέδια που κατέστρωνε, προέκυπταν ατυχίες. Αλλά η αφοσίωσή του στο νησί ξεπερνούσε τα πάντα.

Δεν ήθελε να το αλλάξει πολύ. Ανησυχούσε για την τηλεόραση, τα αυτοκίνητα, τα πλήθη τουριστών, και τα εξοχικά που έμεναν κλειστά. Από την άλλη, οι επισκέπτες σήμαιναν εισόδημα. Πάλεψε με αυτό το δίλημμα. Υπό την αιγίδα του υπήρχε μόνο ένα μικροσκοπικό ξενοδοχείο, που έχτισε ο μικρότερος αδελφός του, στον μοναδικό οικισμό, μαζί ένα τεϊοποτείο που πουλούσε τα υπέροχα κέικ της συζύγου του, Τζένι.

Αυτά ψήνονταν την αυγή, όσο η γεννήτρια ακόμη λειτουργούσε. Το αξιόπιστο ηλεκτρικό ρεύμα δεν ήρθε παρά το 2013. Δεν υπήρχε παμπ, ταχυδρομείο, γενικό κατάστημα, ούτε καν γραμματοκιβώτιο. Ούτε εκκλησία είχε το νησί, αν και στο μικροσκοπικό νεκροταφείο υπάρχουν τα ερείπια ενός παρεκκλησίου. Το Muck δεν διέθετε ούτε εύκολο λιμάνι, επειδή η κατασκευή ενός στο καλύτερο σημείο θα κατέστρεφε την θέα. Και ο πληθυσμός, όπως για δεκαετίες, ήταν περίπου 40 άτομα.

Αλλά ο γαιοκτήμονας ήταν σίγουρος ότι οι 40 ψυχές θα κρατήσουν το Muck «ζωντανό», αν δούλευαν αρκετά σκληρά και συνεργάζονταν. Αυτό που χρειαζόταν το νησί δεν ήταν κάτι αιφνιδιαστικό, αλλά ένα πνεύμα κοινότητας και αυτάρκειας. Ενθάρρυνε τους νησιώτες να φυτέψουν δέντρα, έχοντας προσπαθήσει ως έφηβος να φυτέψει 1.000 δενδρύλια οξιάς και ελάτης σε μία ημέρα.

Ανέλαβε παραμελημένους κήπους και δημιούργησε θερμοκήπια, ώστε όλοι να μπορούν να καλλιεργούν λαχανικά. Για ένα διάστημα το κοπάδι του παρείχε δωρεάν γάλα σε όλο το νησί. Επίσης, οργάνωνε κάθε χρόνο μία ημέρα με ξενάγηση στο αγρόκτημά του και εκθέσεις προϊόντων, για να δείξει τι μπορούσε να κάνει το μικρό Muck.

Επίκεντρο της φιλοσοφίας του ήταν το νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο του νησιού. Κάποιες φορές είχε μόνο έναν μαθητή, αλλά ήταν ζωτικής σημασίας να συνεχίσει. Τα παιδιά ήταν το μέλλον, παρότι στα 12 τους θα έπρεπε να φύγουν για την ηπειρωτική χώρα για μαθήματα. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ήταν μια πολύτιμη εκπαίδευση στην αγάπη για τη φύση και την απλότητα που εκείνος είχε. Όταν άνθρωποι έκαναν αίτηση σε εκείνον για να εγκατασταθούν στο Muck, όσοι είχαν βρέφη προηγούνταν.

Για μια περίοδο- προτού οι κάτοικοι χτίσουν ένα κοινοτικό κέντρο με χρήματα από το λαχείο- επέμενε να κάνουν στο σχολείο τις συναντήσεις, τα πάρτι και τους χορούς του νησιού. Σε αυτά εμφανιζόταν συχνά ξυπόλητος, όπως και όταν με χαρά σέρβιρε το τσάι και τα κεκάκια της Τζένι. Με τον ίδιο τρόπο έπιανε το φτυάρι όποτε χρειαζόταν, ενώ θέματα όπως η νέα προβλήματα έμπαιναν σε ψηφοφορία.

Στην πραγματικότητα, δεν έβλεπε τον εαυτό του ως γαιοκτήμονα, αλλά ως επιστάτη και γεωργό. Συνήθως κυκλοφορούσε με φόρμα εργασίας και γαλότσες, το σύνηθες μεταφορικό μέσο του ήταν ένα παλιό κόκκινο τρακτέρ και η συντροφιά του ήταν τα 40 βοοειδή του. Είχε και 600 πρόβατα, αλλά οι αγελάδες ήταν το πάθος του. Πολλές φορές στεκόταν και τους απήγγειλε ένα από τα ποιήματα που είχε μάθει ως παιδί.

Μία τέτοια σκηνή είχε και το ντοκιμαντέρ «The Prince of Muck» που γύρισε η Ολλανδή Σίντι Γιάνσεν για τέσσερα χρόνια από το 2014. Εκείνη την εποχή ο γιος του, Κόλιν, είχε αναλάβει τη φάρμα και ο Λόρενς, αποφασισμένος ακόμη να φροντίζει το νησί του, δεν άντεχε να σταματήσει να ασχολείται. Είχε αφεθεί με μια γωνιά για τις αγαπημένες αγελάδες του, τις οποίες επέμεινε πεισματικά να τις αρμέγει χειρωνακτικά. Υπό τον Κόλιν, το Muck απέκτησε ιχθυοτροφείο, ανεμογεννήτριες, Wi-Fi, ένα ξενοδοχείο πολυτελείας. Το νησί άνοιξε την πόρτα στον κόσμο.

Με πληροφορίες από Economist

About the Author

Σχετικά άρθρα