Το σπίτι της οδού Γουέμπστερ 5, στη σκιά της Ακρόπολης, όπου έζησε και δημιούργησε ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου και μετέπειτα μετατράπηκε σε μουσείο, βρίσκεται πλέον υπό νέα ιδιοκτησία, μετά από ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.
Η οικία-ατελιέ του ζωγράφου βγήκε στο «σφυρί», εχθές, με τιμή πρώτης προσφοράς 533.831 ευρώ. Μετά από μια διαδικασία πλειστηριασμού, που διήρκεσε 3 ώρες, το ακίνητο κάτω από την Ακρόπολη, κατακυρώθηκε στις 936.000 ευρώ.
Το εμβληματικό ακίνητο του Σπύρου Βασιλείου
Πρόκειται για ένα τριώροφο ακίνητο νεοκλασσικής αρχιτεκτονικής, συνολικής επιφάνειας 229,54 τ,μ.. Σύμφωνα με το newmoney.gr:
- Στον πρώτο όροφο, επιφάνειας 117,34 τ.μ., από χωλλ, όπου και η κλίμακα ανόδου προς τον Β΄ όροφο, 4 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Να σημειωθεί ότι η πρόσβαση στον πρώτο όροφο γίνεται από ξεχωριστή είσοδο στη δεξιά πλευρά του κτιρίου
- Στον δεύτερο όροφο, επιφάνειας 112,20 τ.μ. από ένα δωμάτιο, έναν ενιαίο χώρο χαρακτηριζόμενο ως πατάρι, κουζίνα και λουτρό.
«Το κτίριο δεν είναι μεν διατηρητέο σύμφωνα με έγγραφα που έχουμε στη διάθεσή μας και την αναζήτηση που διενεργήσαμε, αλλά εκτιμούμε ότι δεν θα επιτραπεί από τους αρμόδιους φορείς κάποια μελλοντική κατεδάφιση», σημειώνει η έκθεση εκτίμησης.
Ένα σπίτι σύμβολο της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας
Ο χώρος δημιουργήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να φωλιάσει την έμπνευση και τα έργα του ζωγράφου.
Το σπίτι αποτέλεσε τόπο συνάντησης ανθρώπων των Τεχνών, ενώ φιλοξενούσε γλέντια, με την γιορτή της Καθαράς Δευτέρας να αποκτά θρυλικές διαστάσεις.
Άνθρωποι από τον χώρο της Τέχνης αλλά και της πολιτικής έδιναν το παρών στον εορτασμό των Κούλουμων, απολαμβάνοντας εδέσματα και γλεντώντας μαζί με τον ζωγράφο και την οικογένειά του.
Την πόρτα του σπιτιού του Σπύρος Βασιλείου πέρασαν από τους Ελύτη, Τσαρούχη, Μόραλη και Θεοδωράκη μέχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχάλη, τον Φρέντυ Γερμανό αλλά και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η μετατροπή σε μουσείο και τα οικονομικά προβλήματα
Ήταν την Καθαρά Δευτέρα του 2004, μια καθόλου τυχαία ημερομηνία, όταν πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του μουσείου, με τη στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού.
Στόχος ήταν η προβολή και ανάδειξη του έργου του ζωγράφου. Στέγαζε πίνακες από ιδιωτικές συλλογές, αντικείμενα, εκδόσεις και πολλά άλλα, ενώ διοργανώνονταν και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες.
Μέχρι το 2009, το μουσείο είχε απήχηση, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης άρχισαν τα προβλήματα, καθώς η προσέλευση του κόσμου άρχισε να μειώνεται δραματικά, ενώ τα εκπαιδευτικά προγράμματα, που αποτελούσαν και την κύρια πηγή εσόδων, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν.
Παρά τις προσπάθειες των εγγονών του ζωγράφου, το μουσείο δεν τα κατάφερε και έκλεισε.
Η ζωή και το έργο του Σπύρου Βασιλείου
Εκδηλώνοντας από μικρή ηλικία κλίση στη ζωγραφική, ήρθε το 1921 στην Αθήνα, όπου ως το 1926 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη αρχικά και τον Νικόλαο Λύτρα στη συνέχεια. Το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και με τα χρήματα αυτά έκανε το πρώτο μεγάλο εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Ευρώπη, ενώ από το 1936 ως το 1939 ολοκλήρωσε την αγιογράφηση του ναού.
Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1926, παρουσίασε το 1929 την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Στρατηγοπούλου. Ιδρυτικό μέλος των ομάδων Τέχνη και Στάθμη, συμμετείχε σε εκθέσεις τους, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959.
Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του Φώτα και Σκιές εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA. To 1975 και το 1983 το έργο του παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου. Από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας τα σκηνικά για πολλά θεατρικά έργα σε ελεύθερες και κρατικές σκηνές, καθώς και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες.
Τα χρόνια της Κατοχής, στρεφόμενος στη χαρακτική, κυκλοφόρησε κρυφά ξυλογραφίες, εικονογραφημένα χειρόγραφα και χειρόγραφες εκδόσεις. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης εικονογραφήσεις βιβλίων, παράλληλα με τη δημοσίευση κειμένων και γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1933, σε συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη, εξέδωσε τα Παιδικά σχέδια.
Βασικό στέλεχος της Γενιάς του `30, ο Σπύρος Βασιλείου διαποτίστηκε από το ιδανικό της ελληνικότητας. Με λάδια, τέμπερες και ακουαρέλες απεικόνισε το φυσικό και τον αστικό χώρο, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής, συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία της παράδοσης με τύπους του κονστρουκτιβισμού, του υπερρεαλισμού, της ποπ αρτ και του φωτογραφικού ρεαλισμού, δημιουργώντας συνθέσεις λυρικές.