Ο διακεκριμένος παγκοσμίως φωτογράφος άγριας φύσης Βενσάν Μουνιέ, συντροφιά με τον συγγραφέα κι εξερευνητή Συλβάν Τεσόν, αποφάσισαν να αφιερώσουν αρκετές εβδομάδες σε ένα από τα πιο παρθένα φυσικά περιβάλλοντα του κόσμου, τα Θιβετιανά οροπέδια, προκειμένου να απαθανατίσουν μια πλειάδα από ακριβοθώρητα πάσης φύσεως ζώα.
Βαθύτερο πόθο τους, όμως, αποτελούσε η -ει δυνατόν- συνάντησή τους με το Ιερό Δισκοπότηρο των φωτογράφων άγριας φύσης, την λεοπάρδαλη του χιονιού ή αλλιώς Βελούδινη Βασίλισσα, ένα αιλουροειδές τόσο σπάνιο που πολλοί έχουν την αίσθηση πως έχει ολοκληρωτικά εκλείψει.
Ο Συλβάν Τεσόν χρησιμοποιούσε πάντα τις extreme ταξιδιωτικές του περιπέτειες ως την εμπειρικά βιωμένη πρώτη ύλη για ό, τι εν συνεχεία θα μετέτρεπε σ’ έναν γραπτό αναστοχασμό των ταξιδιών του, τα -βραβευμένα- βιβλία του. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού του modus operandi του το βιβλίο «Η τέχνη της υπομονής», που εξέδωσε το 2019 με βάση τις εμπειρίες του από το ταξίδι προς το όνειρο της Βελούδινης Βασίλισσας, αποσπώντας μάλιστα για αυτό και το γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο Prix Renaudot.
Όλα ξεκίνησαν μετά την προβολή μιας ταινίας του Μουνιέ σχετικά με προηγούμενο φωτογραφικό ταξίδι του στην άγρια φύση, στην οποία παρευρέθηκε ο Τεσόν και μαγεύτηκε από το μεράκι και την άκαμπτη αφοσίωση του Βενσάν στην κινηματογράφηση της πιο δυσπρόσιτης άγριας πανίδας. Πράγματι, η ψυχοπνευματική συνάφεια των δύο ανδρών είναι κάτι που διαπιστώνεται εύκολα στα 96 λεπτά διάρκειας της Βελούδινης Βασίλισσας.
Περιπετειώδεις, θαυμαστές της ανόθευτης αρμονίας που τόσο τους λείπει στον αστικό ιστό αλλά στην άγρια φύση ενυπάρχει σε αφθονία, ο πρώτος μυεί τον δεύτερο στην τέχνη του να περιμένεις στωικά σε καμουφλαρισμένες κρυψώνες, αψηφώντας το χρόνο ή το ψύχος κι ο δεύτερος ντύνει τα βιώματά τους με τις κατάλληλες λέξεις, μετατρέποντάς τα σε ευρύτερους στοχασμούς πάνω στη ζωή του. Η αμφίδρομη αυτή σχέση των δύο, μάλιστα, συνιστά και το δυνατό σημείο αυτού του ντοκιμαντέρ, οδηγώντας σε μια αφήγηση που, δίχως να γίνεται διανοουμενίστικα δήθεν, κατορθώνει να εμπλέξει ουσιαστικά τον θεατή με τη δύναμή της να καθολικεύει επαγωγικά το επιμέρους που κάθε φορά βιώνουν.
Έτσι, όταν π.χ. ο Βενσάν εξηγεί στον Συλβάν πως το να περιμένει για μέρες κρυμμένος κάποιο σπάνιο ζώο που δεν εμφανίζεται δεν τον οδηγεί σε μαύρες αυτοακυρωτικές σκέψεις, ο τελευταίος συμπυκνώνει πολύ εύστοχα την στοχοπροσηλωμένη αυτή νοοτροπία στην εξής αντίθεση:«(ο Βενσάν) αντί για το ‘εδώ και τώρα’ της σύγχρονης επιληψίας, είχε επιλέξει το ‘πιθανόν τίποτε και ποτέ’».
Κι αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές όμορφες αλήθειες που ακούγονται στη Βελούδινη Βασίλισσα (μαζί με τις μαγικές μουσικές των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις που συνθέτουν το ακριβώς απαραίτητο σάουντρακ…) και ψηφίδα-ψηφίδα τελικά συνθέτουν (όπως πρώτος ανακάλυψε ο Συλβάν διατρέχοντας εκ των υστέρων τις σημειώσεις που κρατούσε στη διάρκεια του ταξιδιού) μια ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς τελικά θα έπρεπε να ζούμε. «Επιλέγοντας να γιορτάζουμε την ομορφιά της φύσης αντί να βυθιζόμαστε στην απόγνωση του κουκλοθέατρου που αποτελεί η ανθρωπότητα», όπως πολύ γλαφυρά το θέτει ο Βενσάν κι ας μην είναι ο λογοτέχνης απ’τους δύο. Με τον τρόπο αυτό, παρά την φωτογραφία που σου κόβει την ανάσα μεταφέροντας εικόνες της πανίδας που δίχως καμιά επεξεργασία θυμίζουν τις πιο συμμετρικές εικαστικές συνθέσεις, η ουσία του ντοκιμαντέρ δεν ανιχνεύεται στην επιφάνεια μιας εντυπωσιακής λήψης αλλά λανθάνει περισσότερο ταρκοφσκική.
Η πηγή έμπνευσης του Συλβάν, ο Βενσάν, θυμίζει την ιστορία που ακούμε στην αρχή της «Θυσίας» για εκείνον το μοναχό που κάθε μέρα πότιζε μια μεταλλική ράβδο για χρόνια ολόκληρα σα να ήταν δέντρο που επρόκειτο έτσι να ανθίσει.
Ο Μουνιέ γνωρίζει πως κάποτε μπορεί να περιμένει ολόκληρες βδομάδες και τελικά να μην εμφανιστεί το πολυπόθητο είδος, ο ίδιος όμως διατηρεί ακέραια την πίστη και τη συνέπειά του στο κυνήγι του στόχου που έχει θέσει. Και τελικά το μάθημα που παίρνει ο Τεσόν από αυτόν συνοψίζεται στο «έχε εμπιστοσύνη στην ποίηση» (το οποίο παρέφρασε ως «η τέχνη της υπομονής» στον τίτλο του βιβλίου του).
Σ’ έναν κόσμο υλισμού τόσο κραυγαλέου ώστε ακόμη και τα παιδάκια των γηγενών των οροπεδίων που συναντούν φορούν ζακέτες Nike, μια τέτοια πνευματοκεντρική προσέγγιση αν μη τι άλλο ξαφνιάζει ευχάριστα, αφήνοντας ισχυρό το αποτύπωμά της και μετά τους τίτλους τέλους.