Η πείνα και ο κορεσμός είναι τα δύο γνώριμα σε όλους αισθήματα που επηρεάζουν την λήψη τροφής. Συγκεκριμένα, η πείνα είναι το κατεξοχήν αίσθημα που μας οδηγεί στο να καταναλώσουμε τροφή και εκφράζεται στο σώμα ως ¨γουργουρητό” από την κοιλιά, κόπωση, πονοκέφαλος. Αντίθετα, ο κορεσμός είναι το αίσθημα πληρότητας που νιώθουμε μετά την κατανάλωση τροφής και επιμηκύνει το χρονικό διάστημα μέχρι το επόμενο μας γεύμα.
Πώς ρυθμίζεται το σωματικό βάρος;
Το σωματικό βάρος καθορίζουν η ενεργειακή πρόσληψη και η ενεργειακή δαπάνη. Τα τρόφιμα πέρα από τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά προσφέρουν ενέργεια στον οργανισμό η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση. Η ενέργεια είναι απαραίτητη για τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως η καρδιακή λειτουργία, η αναπνοή και η πέψη αλλά και οποιασδήποτε μορφής φυσική δραστηριότητα και κίνηση του σώματος. Όλες αυτές οι λειτουργίες «δαπανούν» ενέργεια την οποία έπειτα λαμβάνουμε από την τροφή. Αυτή η κυκλική διαδικασία είναι γνωστή ως ενεργειακό ισοζύγιο.
Όταν ένα άτομο προσλαμβάνει μέσω της διατροφής περισσότερη ενέργεια από όση δαπανά τότε ο οργανισμός αποθηκεύει την περίσσεια ενέργεια με τη μορφή λίπους, κοινώς παχαίνει. Τότε το ενεργειακό ισοζύγιο χαρακτηρίζεται ως θετικό. Αντίθετα, όταν ένα άτομο δαπανά περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει τότε ο οργανισμός «καίει» λίπος και το άτομο αδυνατίζει. Συνεπώς, απλά μαθηματικά καθορίζουν το σωματικό βάρος. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε ότι ο λιπώδης ιστός, δηλαδή το λίπος του σώματος είναι η αποθήκη ενέργειας του οργανισμού.
Γιατί κάποια άτομα διατηρούν ένα υγιές ή ακόμα και χαμηλό σωματικό βάρος, ενώ άλλοι ταλαιπωρούνται με δίαιτες μία ζωή; Τα περισσότερα άτομα διατηρούν ένα σχετικά σταθερό σωματικό βάρος καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους. Αυτό εμπίπτει στη φυσική τάση του οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις λειτουργίες του. Η τάση αυτή είναι η ομοιόσταση. Αντίστοιχα, όταν αλλάζει το σωματικό βάρος, ο οργανισμός ρυθμίζει την ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη, έτσι ώστε το βάρος να παραμείνει σταθερό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των αισθημάτων της πείνας και του κορεσμού.
Πως ρυθμίζεται η πείνα και κορεσμός;
Αυτά τα κοινά για όλους αισθήματα δεν προκύπτουν τόσο απλά όσο ίσως νομίζουμε. Ρυθμίζονται από εξειδικευμένα κέντρα του εγκεφάλου. Στην πραγματικότητα υπάρχει μία περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ του εγκεφάλου, των οργάνων του γαστρεντερικού συστήματος και του λιπώδους ιστού (δηλαδή το λίπος του σώματος). Αρχικά ο εγκέφαλος δέχεται μηνύματα από το γαστρεντερικό σύστημα στέλνει, τα οποία αφορούν την πρόσληψη τροφής και από τον λιπώδη ιστό, τα οποία σχετίζονται αποθηκευμένη ενέργεια στον οργανισμό. Στη συνέχεια ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες που λαμβάνει και αντίστοιχα μειώνει ή αυξάνει την πρόληψη τροφής. Τα σήματα αυτά έχουν τη μορφή νευρικών ώσεων (μηνυμάτων που μεταφέρονται από τα νεύρα) και ορμονών ή άλλων χημικών ουσιών.
Σήματα που μειώνουν την ενεργειακή πρόσληψη
Τα σήματα που δέχεται ο εγκέφαλος μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι τα σήματα που μειώνουν ή σταματούν την ενεργειακή πρόσληψη. Αρχικά, το στομάχι και το έντερο παράγουν τα σήματα κορεσμού κατά τη διάρκεια ενός γεύματος. Το βασικότερο σήμα κορεσμού είναι η διάταση του στομάχου, δηλαδή το «φούσκωμα» που νιώθουμε όταν τρώμε. Αυτό φτάνει στον εγκέφαλο μέσω των νεύρων. Ακόμα, όταν τρώμε το στομάχι και το έντερο παράγουν ορμόνες ως αποτέλεσμα της πέψης και της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών. Αυτές οι ορμόνες λειτουργούν, επίσης, ως σήματα κορεσμού. Στη συνέχεια ο εγκέφαλος ως απόκριση σε αυτά τα σήματα οδηγεί στην απόφαση για παύση της λήψης τροφής και σε κορεσμό, δηλαδή αίσθημα πληρότητας το οποίο επιμηκύνει το διάστημα μέχρι το επόμενο γεύμα.
Υπάρχει όμως και μία ακόμα υποκατηγορία σημάτων που μειώνουν την πρόσληψη τροφής και είναι αυτά που αντικατοπτρίζουν τις ενεργειακές αποθήκες του σώματος. Το σημαντικότερο σήμα αυτής της υποκατηγορίας είναι η λεπτίνη, ορμόνη που παράγει από ο λιπώδης ιστός. Σε αντίθεση με τα σήματα κορεσμού αυτές η παραγωγή αυτών των ορμονών είναι συνεχής και όχι κατά ώσεις κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Έτσι, ρυθμίζουν την πρόσληψη τροφής μακροπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, δρουν μειώνοντας την όρεξη. Για παράδειγμα όταν κάποιος παχαίνει και αυξάνεται το λίπος του σώματος του και κατά συνέπεια παράγει μεγαλύτερη ποσότητα λεπτίνης η οποία οδηγεί σε μείωση της όρεξης και της λήψης τροφής αντίστοιχα.
Σήματα που αυξάνουν την ενεργειακή πρόσληψη
Η δεύτερη κατηγορία αφορά τα σήματα που αυξάνουν την ενεργειακή πρόσληψη. Αυτή η κατηγορία είναι πολύ πιο περιορισμένη με βασικό παράδειγμα την ορμόνη γκρελίνη που παράγει το στομάχι όταν έχουμε αρκετή ώρα να φάμε και οδηγεί στο αίσθημα της πείνας. Βέβαια στις μέρες μας που υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα τροφής, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες, η πείνα δεν ρυθμίζει τόσο την πρόσληψη τροφής όσο άλλα από εξωτερικά ερεθίσματα, όπως οι κοινωνικές υποχρεώσεις, οι συναισθηματικές εντάσεις και η ικανοποίηση από το φαγητό.
Συμπεράσματα
Το γαστρεντερικό σύστημα και ο λιπώδης ιστός στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο τα οποία:
- Είτε επάγουν το αίσθημα του κορεσμού,
- ή καταστέλλουν το αίσθημα της πείνας,
- ή διεγείρουν το αίσθημα της πείνας.
Αντίστοιχα, τα αισθήματα αυτά οδηγούν σε λήψη ή διακοπή της λήψης τροφής, άρα και ενέργειας. Κατά συνέπεια, μεταβάλουν το ενεργειακό ισοζύγιο ως απόκριση στη λήψη τροφής και τις αποθήκες λίπους του οργανισμού. Δρουν με τέτοιο τρόπο που τείνει να διατηρεί το βάρος του σώματος. Έτσι, μπορεί τεκμηριωθεί γιατί οι άνθρωποι διατηρούν σχετικά σταθερό βάρος κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους.
Φυσικά η ρύθμιση της πείνας και του κορεσμού είναι πολύ πιο πολύπλοκες διαδικασίες που περιλαμβάνουν σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εγκεφάλου και άλλων οργάνων με τη συμμέτοχή πληθώρας ορμονών και άλλων χημικών αγγελιαφόρων.